Η αναβλητικότητα είναι ένα από τα πιο κοινά ψυχολογικά φαινόμενα της εποχής μας. Παρότι γνωρίζουμε ότι πρέπει —και συχνά θέλουμε— να κάνουμε κάτι, βρίσκουμε τρόπους να το καθυστερήσουμε. Δεν έχει να κάνει με τεμπελιά, αλλά με βαθύτερους μηχανισμούς του εγκεφάλου και του συναισθήματος. Στο άρθρο αυτό αναλύουμε γιατί αναβάλλουμε όσα θέλουμε να κάνουμε και πώς μπορούμε να σπάσουμε αυτόν τον κύκλο.
Ο εγκέφαλος προτιμά την άμεση ευχαρίστηση
Το ανθρώπινο μυαλό είναι «προγραμματισμένο» να αποφεύγει τον πόνο —και αυτό περιλαμβάνει το άγχος, την αβεβαιότητα ή την προσπάθεια. Γι’ αυτό αναζητά δραστηριότητες που προσφέρουν άμεση ευχαρίστηση, όπως social media ή τηλεόραση, αντί να ασχοληθεί με αυτό που πραγματικά χρειάζεται.
Φόβος αποτυχίας και τελειομανία
Πολλοί άνθρωποι αναβάλλουν επειδή φοβούνται ότι δεν θα κάνουν κάτι αρκετά καλά. Η ιδέα της αποτυχίας ή της κριτικής παραλύει τη δράση και οδηγεί σε αναβολή, ακόμη κι όταν η επιθυμία υπάρχει.
Υπερφόρτωση και έλλειψη δομής
Όταν μια δουλειά φαίνεται μεγάλη ή πολύπλοκη, ο εγκέφαλος δεν ξέρει από πού να ξεκινήσει. Το αίσθημα υπερφόρτωσης προκαλεί αναβλητικότητα. Η λύση συχνά βρίσκεται στο να «σπάσετε» τη δουλειά σε μικρά, διαχειρίσιμα βήματα.
Συναισθηματική αποσύνδεση από τον στόχο
Αν δεν αισθανόμαστε συναισθηματική σύνδεση με αυτό που θέλουμε να κάνουμε, ο εγκέφαλος δεν το θεωρεί άμεση προτεραιότητα. Όταν ο στόχος δεν μας «κινεί το ενδιαφέρον», η αναβολή γίνεται εύκολη επιλογή.
Πώς να σταματήσετε την αναβλητικότητα;
- Ξεκινήστε με το μικρότερο δυνατό βήμα.
- Ορίστε συγκεκριμένο χρόνο (π.χ. 10 λεπτά) και δεσμευτείτε να δουλέψετε μόνο αυτό το διάστημα.
- Μειώστε τα ερεθίσματα που αποσπούν την προσοχή.
- Συνδέστε τη δράση με θετικό συναίσθημα (π.χ. ανταμοιβή μετά την ολοκλήρωση).
- Αναγνωρίστε ότι η τελειότητα δεν είναι απαραίτητη — η πρόοδος είναι πιο σημαντική.
Η αναβλητικότητα είναι ένας μηχανισμός που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος για να προστατεύσει το συναίσθημά μας. Αν κατανοήσουμε τι την προκαλεί, μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε και να κάνουμε πράγματα που πραγματικά θέλουμε.
Πηγή: psychologytoday.com


















