Η προσπάθεια μείωσης της πρόσληψης ζάχαρης — λόγω της ανάδυσης της παιδικής παχυσαρκίας, του διαβήτη τύπου 2 και των καρδιαγγειακών κινδύνων — έχει οδηγήσει στην ευρεία χρήση υποκατάστατων γλυκών ουσιών. Τα τελευταία χρόνια πλήθος μελετών έχει επικεντρωθεί στο κατά πόσο αυτά τα προϊόντα είναι πραγματικά «ασφαλή» ή «υγιεινά», ποια είναι η επίδρασή τους στο σώμα και ποια η σχέση κόστους-οφέλους. Στο άρθρο αυτό συνοψίζουμε τις έως τώρα επιστημονικές ενδείξεις, επισημαίνοντας παράλληλα τα κενά και τις προοπτικές.
Τι είναι τα υποκατάστατα της ζάχαρης και γιατί τα χρησιμοποιούμε;
Τα υποκατάστατα της ζάχαρης περιλαμβάνουν τα χαμηλών ή μηδενικών θερμίδων γλυκαντικά (όπως τα τεχνητά γλυκαντικά) και τις γλυκαντικές ουσίες φυσικής προέλευσης (όπως η στεβια). Βασικός λόγος χρήσης είναι η επιθυμία μείωσης της ενεργειακής πρόσληψης της ζάχαρης (σουκραλόζης) και η αποφυγή των μεταβολικών επιπτώσεων της υπερβολικής κατανάλωσης ζάχαρης.
Τι δείχνουν οι μελέτες για το σωματικό βάρος και το μεταβολισμό;
Η World Health Organization (WHO) σε μετα-ανάλυση δείχνει ότι τα «non-sugar sweeteners» ενδέχεται να βοηθούν στη μείωση βάρους σε βραχυπρόθεσμη χρήση σε πλαίσια περιορισμού θερμίδων, αλλά δεν υπάρχει σαφής απόδειξη για μακροχρόνια αποτελεσματικότητα ή για θετικές επιπτώσεις στο μεταβολικό προφίλ σε φυσιολογικές συνθήκες. Επιπλέον, πρόσφατες ανασκοπήσεις επισημαίνουν ότι κάποιες γλυκαντικές ουσίες μπορεί να επηρεάζουν το σάκχαρο, την ινσουλίνη ή τη μικροβιοχλωρίδα του εντέρου — αν και τα αποτελέσματα παραμένουν ανοιχτά.
Ζήτημα ασφάλειας και πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες
Αν και οι περισσότερες γλυκαντικές ουσίες είναι εγκεκριμένες και θεωρούνται αποδεκτές σε συγκεκριμένα όρια, υπάρχουν νεότερα στοιχεία που θέτουν ερωτήματα. Για παράδειγμα, μια ανασκόπηση υπογραμμίζει πως ορισμένα υποκατάστατα μπορεί να επηρεάζουν τη μικροχλωρίδα του εντέρου, την ομοιόσταση της γλυκόζης και την όρεξη. Επίσης, η σύνδεσή τους με μακροχρόνιες παρενέργειες, όπως καρδιαγγειακούς ή νευρολογικούς κινδύνους, συγκαταλέγεται στα θέματα έρευνας.
Ποιες ουσίες φαίνεται να είναι πιο «ασφαλείς» ή λιγότερο προβληματικές
Η έρευνα υποδεικνύει ότι δεν είναι όλες οι γλυκαντικές ουσίες ίδιες: σύμφωνα με άρθρο στο News-Medical, ενώ ουσίες όπως η σουκραλόζη και η ασπαρτάμη συνδέονται με αλλαγές στη μικροβιοχλωρίδα ή στο μεταβολισμό, άλλες φυσικής προέλευσης όπως η στέβια ή το monk fruit φαίνεται να έχουν λιγότερα τεκμηριωμένα προβλήματα. Ωστόσο, το γεγονός ότι η έρευνα είναι πιο περιορισμένη για αυτές τις «φυσικές» επιλογές καθιστά τα συμπεράσματα προσεκτικά.
Πρακτικές συστάσεις και τι να προσέχουμε
Με βάση τα τρέχοντα στοιχεία, μερικές πρακτικές οδηγίες είναι:
- Χρησιμοποιήστε υποκατάστατα ως εργαλείο μείωσης της ζάχαρης
- Ελέγχετε τις ετικέτες τροφίμων: διαφορετικές ουσίες (τεχνητές ή φυσικές) έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά.
- Προτιμήστε ποικιλία: διαλείμματα στη χρήση, εναλλαγή με φυσικές γλυκαντικές ουσίες ή με μικρότερη γλυκύτητα.
- Για άτομα με μεταβολικά προβλήματα ή καρδιαγγειακές παθήσεις, συνιστάται η συμβουλή ιατρού ή διατροφολόγου.
- Τελικά, η καλύτερη στρατηγική είναι η μείωση της πρόσληψης γλυκών συνολικά, η προτίμηση μη-επεξεργασμένων τροφίμων και η διατήρηση ισορροπίας στην καθημερινή διατροφή.
Τα υποκατάστατα της ζάχαρης προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα διέξοδο στην προσπάθεια μείωσης της ενεργειακής πρόσληψης από ζάχαρη. Ωστόσο, τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πως η εικόνα δεν είναι μαγική· υπάρχουν περιορισμοί στη μείωση βάρους, ενδεχόμενες παρενέργειες και χρειάζεται καλύτερη κατανόηση των μακροχρόνιων επιπτώσεων. Με προσοχή, μέτρο και ενημέρωση, μπορούν να γίνουν ένα χρήσιμο εργαλείο — αλλά δεν υποκαθιστούν την ολιστική διατροφική προσέγγιση.
Πηγή: www.who.int


















